- συ(ν)δαυλίζω
- συ(ν)δαυλίζω, συ(ν)δαύλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δαυλίζω — 1. βάζω ξύλα στη φωτιά 2. δαυλιάζω … Dictionary of Greek
συ(ν)δαυλίζω — και συνταυλίζω συ(ν)δαύλισα 1. ανασκαλεύω τη φωτιά για να δυναμώσει. 2. μτφ., ανακινώ πάθη: Συ(ν)δαυλίζει με τους λόγους του το μίσος τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαύλισμα — το [δαυλίζω] 1. το να ρίχνει κανείς ξύλα στη φωτιά, η τροφοδότηση της φωτιάς με ξύλα 2. το συνδαύλισμα, η μετακίνηση των ξύλων για αναζωπύρωση της φωτιάς 3. ο δαυλίτης … Dictionary of Greek
συνδαυλίζω — και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν 1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ 2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»] … Dictionary of Greek